- ξεμπαρκάρισμα
- το [ξεμπαρκάρω]1. (για επιβάτες ή για αντικείμενα) αποβίβαση με βάρκα από πλοίο2. (για ναυτικό) διακοπή τής εργασίας σε πλοίο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεμπαρκάρισμα — το, ατος 1. αποβίβαση από το πλοίο. 2. απομάκρυνση από τη ναυτική ζωή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποβίβαση — η το ξεμπαρκάρισμα των επιβατών ή η εκφόρτωση των εμπορευμάτων: Η αποβίβαση των επιβατών έγινε πολύ γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόβαση — η 1. (σπάνια και μόνο για έμψυχα), η έξοδος από το πλοίο στην ξηρά, το ξεμπαρκάρισμα: Σε λίγο, έλεγαν, θα άρχιζε η απόβαση των επιβατών. 2. (συνηθισμένη χρήση), επιθετική ενέργεια που στρέφεται εναντίον ακτής την οποία κατέχει ο εχθρός: Η απόβαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)